- ορήχου
- ὀρήχου (Α)(κατά τον Ησύχ.) «τῆς αἱμασιᾱς».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… … Dictionary of Greek
u̯rā̆ĝh-1 : u̯rǝĝh- (*su̯rā̆ĝh-) — u̯rā̆ĝh 1 : u̯rǝĝh (*su̯rā̆ĝh ) English meaning: thorn, spike Deutsche Übersetzung: “Dorn, Spitze, stechender Pflanzenstengel” Material: Att. ῥᾱχός (ῥᾶχος), Ion. ῥηχός f. “dorniges Reis, briar, thorn hedge” (ὀρήχου αἱμασίας… … Proto-Indo-European etymological dictionary